- δίκεντρο
- Γένος πολυετών ποωδών φυτών με ριζώματα. Ανήκουν στην οικογένεια των φουμαραϊδών. Τα φύλλα τους είναι σύνθετα και πτεροσχιδή. Τα άνθη έχουν σχήμα καρδιάς και διατάσσονται σε ταξιανθίες σταφυλιού. Έχουν τέσσερα πέταλα, από τα οποία δύο είναι εξωτερικά και μυτερά. Υπάρχουν περίπου είκοσι είδη δ., τα οποία ευδοκιμούν στην ανατολική Ασία και στη Βόρεια Αμερική. Στην ανθοκομία καλλιεργούνται τα είδη δ. η σπεκτάμπιλη, που έχει μεγάλα ροζ άνθη, καθώς και τα είδη δ. η φορμόζα και δ. η εξιμία.
Το είδος δίκεντρο το θαυμαστό, της οικογένειας των φουμαραϊδών. Τα φύλλα του είναι σύνθετα και πτεροσχιδή, ενώ τα άνθη του έχουν σχήμα καρδιάς και διατάσσονται σε ταξιανθίες σταφυλιού.
Dictionary of Greek. 2013.